- διαμήκης
- ης, ες1) простирающийся в длину; 2) продольный;
διαμήκης τομή — продольный разрез
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμήκης τομή — продольный разрез
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμήκης — άμηκες 1. αυτός που εκτείνεται σε όλο το μήκος, αυτός που καταλαμβάνει όλο το μήκος 2. αυτός που διέρχεται κατά μήκος 3. το ουδ. ως ουσ. α) το διάμηκες η κατά μήκος διάσταση φρ. «διάμηκες τού πλοίου» η απόσταση από την πρύμνη μέχρι την πλώρη.… … Dictionary of Greek
Διαμήκης Κοιλάδα του Ειρηνικού — Τάφρος της βόρειας Αμερικής, που αποτελείται από σειρά βυθισμάτων, κατά ένα μέρος κατακλυσμένων από νερά, και σχηματίζεται από τον κόλπο και την κοιλάδα της Καλιφόρνια, το λεκανοπέδιο του Γουιλάμετ, το Πιούτζετ Σάουντ, καθώςκαι από τους… … Dictionary of Greek
διαμήκης χρωματική εκτροπή — Εκτροπή κατά την οποία τα είδωλα ενός αντικειμένου, που προκύπτουν με δύο μονοχρωματικές ακτίνες, περιλαμβάνονται σε δύο επίπεδα κάθετα στον οπτικό άξονα … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
πλαγιοδέτηση — η, Ν [πλαγιοδετώ] ναυτ. ο χειρισμός και η κατάλληλη αγκυροβολιά ενός πλοίου, ώστε ο διαμήκης άξονας του να τηρείται με ασφάλεια προς ορισμένη κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τη διεύθυνση τού ανέμου και τών ρευμάτων … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek